αζουλένιο

αζουλένιο
το Χημ.
οργανική αρωματική ένωση με μοριακό τύπο C10H8 που αποτελείται από έναν πενταμελή και έναν επταμελή δακτύλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. azulene, νόθο σύνθετο < ισπαν. azul «μπλε» + -ene (< ελλ. -ήνη) (πρβλ. -ένιο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αζουλένια — τα Χημ. ομάδα οργανικών ενώσεων που προέρχονται από το αζουλένιο* (C10 H8) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”